Επιστροφή

foods rich in vitamin D

Βιταμίνη D, Ένας πολύτιμος σύμμαχος στην υγείας μας

Δημοσιεύθηκε:

Αν σας έλεγαν ότι υπάρχει ένα «φάρμακο» το οποίο μπορεί να κτίζει γερά οστά, να δυναμώνει το ανοσοποιητικό σας σύστημα και να μειώνει τον κίνδυνο για διαβήτη, καρδιοπάθειες, καρκίνο και Αλτσχάϊμερ και αυτό μάλιστα δωρεάν, θα το πιστεύατε; Κι’ όμως, αρκετοί επιστήμονες πιστεύουν ότι το φάρμακο αυτό ήδη υπάρχει και είναι η βιταμίνη D ή αλλιώς η «βιταμίνη του ήλιου».

Τι είναι η Βιταμίνη D;

Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη η οποία σχηματίζεται στον οργανισμό κυρίως μέσω της απορρόφησης της ηλιακής υπεριώδους ακτινοβολίας από το δέρμα, αλλά και από ορισμένες τροφές πλούσιες σε βιταμίνη D. Οι δύο μορφές (μεταβολίτες) της βιταμίνης D είναι η εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2) η οποία περιλαμβάνεται στις τροφές και η χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3) η οποία παράγεται στο δέρμα μέσω της έκθεσης του από την υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου.

Στην πραγματικότητα όμως δεν πρόκειται για μία απλή βιταμίνη αλλά για μία προ-στεροειδή ορμόνη, η οποία έχει άμεση δράση στα γονίδια μας. Το τελικό προϊόν του μεταβολισμού της, η Καλσιτριόλη (1,25-dihydroxyvitamin D), είναι μια ορμόνη που αλληλεπιδρά με περισσότερα από 2,500 γονίδια στο ανθρώπινο σώμα.

Πηγές Βιταμίνης D;

Ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να συνθέσει το 90% της βιταμίνης D μέσω της υπεριώδους ακτινοβολίας του ήλιου και μόνο το 10% μέσω των τροφών. Με εξαίρεση τα λιπαρά ψάρια (σαρδέλες, σολομός), τις γαριδες, το συκώτι και το αυγό (κρόκος αυγού), τα υπόλοιπα τρόφιμα περιέχουν ελάχιστη βιταμίνη D. Μερικές τροφές (γάλα, χυμός πορτοκαλιού, δημητριακά) μπορούν να ενισχυθούν με βιταμίνη D αλλά σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σε πολλές βιομηχανικές χώρες εμπλουτίζονται με βιταμίνη D κάποια επιλεγμένα τρόφιμα.

Τα επίπεδα της βιταμίνης D μπορούν να αυξηθούν όμως σημαντικά από την έκθεση στο ηλιακό φως. Θεωρητικά, η καθημερινή έκθεση στον ήλιο για μερικά λεπτά είναι σε θέση να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες του οργανισμού στη συγκεκριμένη βιταμίνη. 15-20 λεπτά έκθεσης στο ηλιακό φως από τις 10 πμ μέχρι τις 2 μμ, χωρίς αντηλιακό, είναι ικανό χρονικό διάστημα ώστε να παράσχει στον οργανισμό την απαιτούμενη ποσότητα βιταμίνης D. Το διάστημα αυτό ο οργανισμός μπορεί να παράξει 10.000 μέχρι με 20.000 μονάδες (IU) βιταμίνης D. Ωστόσο, ιδιαίτερα τον χειμώνα, πολλά άτομα δεν προσλαμβάνουν επαρκή ποσότητα βιταμίνης D μέσω της ηλιακής ακτινοβολίας.

Η ικανότητα επίσης, της παραγωγής βιταμίνης D από τον οργανισμό μειώνεται με τα χρόνια, με αποτέλεσμα η έλλειψή της να είναι κοινή στις μεγαλύτερες ηλικίες, χωρίς ωστόσο να είναι σπάνιες και οι περιπτώσεις ανεπάρκειας βιταμίνης D και σε νεαρότερα άτομα.

Επίσης, τα αντηλιακά τα οποία είναι σημαντικά για την προστασία από τον καρκίνο του δέρματος, εξαιτίας της ηλιακής ακτινοβολίας, από την άλλη παρεμποδίζουν σημαντικά τον σχηματισμό της βιταμίνης D.

Άλλοι παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στον σχηματισμό βιταμίνης D από το δέρμα είναι, η μελανίνη του δέρματος η οποία δρα σαν φίλτρο κατά της υπεριώδους ακτινοβολίας, η μόλυνση της ατμόσφαιρας και η τρύπα του όζοντος και περιοχές με γεωγραφικό πλάτος μεγαλύτερο από 35°.

Ιδιότητες

Η πιο σημαντική ίσως ιδιότητα της βιταμίνης D είναι η ρύθμιση της απορρόφησης του ασβεστίου και του φωσφόρου από το έντερο για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση υγιών οστών και δοντιών καθώς και για την ενίσχυση της νευρομυϊκής λειτουργίας. Εκτός απο τα παραπάνω, η βιταμίνη D διευκολύνει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, παρέχοντας αυξημένη αντίσταση σε ορισμένες ασθένειες. Πρόσφατες μελέτες, αλλά και αρκετές άλλες που βρίσκονται σε εξέλιξη, παρουσιάζουν συνεχώς και νέα στοιχεία στα οποία η βιταμίνη D φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στη συνολική υγεία, επειδή βοηθά στη μείωση των φλεγμονών, στην ανάπτυξη των κυττάρων και στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.

Πιο συγκεκριμένα, πέρα από τις παραπάνω βασικές της ιδιότητες, η βιταμίνη D μπορεί επίσης να παίξει καθοριστικό ρόλο:

  • στη μείωση του κινδύνου σκλήρυνσης κατά πλάκας (Journal of the American Medical Association).
  • στη μείωση του κινδύνου καρδιοπάθειας (Circulation).
  • στη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης των συμπτωμάτων της γρίπης (American Journal of Clinical Nutrition).
  • στο μειωμένο κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου στο παχύ έντερο (επιθεώρηση Gut).

Πρόσληψη Βιταμίνης D

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Τροφίμων και Γεωργικών Επιστημών (IFAS), οι ποσότητες βιταμίνης D που πρέπει να λαμβάνουμε (διεθνείς μονάδες IU την ημέρα) έχουν ως εξής:

  • παιδιά και έφηβοι: 600 IU
  • ενήλικες έως 70 ετών: 600 IU
  • ενήλικες άνω των 70 ετών: 800 IU
  • εγκυμονούσες και γυναίκες που θηλάζουν: 600 IU

Ποιοί διατρέχουν κίνδυνο για έλλειψη Βιταμίνης D;

  • Άτομα με περιορισμένη έκθεση στο φως του ήλιου.
  • Υπερβολική χρήση αντηλιακών.
  • Άτομα με σκουρόχρωμο δέρμα.
  • Βρέφη που θηλάζουν και παιδιά που βρίσκονται στην ανάπτυξη.
  • Οι έγκυες γυναίκες και αυτές που θηλάζουν.
  • Μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, οι οποίες έχουν αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης.
  • Άτομα μεγαλύτερα των 50 ετών, επειδή η ικανότητα σύνθεσης της βιταμίνης D μειώνεται με την ηλικία.
  • Άτομα με παθήσεις δυσαπορρόφησης λίπους όπως κοιλιοκάκη, νόσος του Crohn, κυστική ίνωση και παγκρεατίτιδα.
  • Άτομα με ηπατικές και νεφρικές παθήσεις ή ενζυμικές ανεπάρκειες.
  • Υποπαραθυρεοειδισμός.
  • Παχύσαρκα άτομα.

Ποιοι οι κίνδυνοι από έλλειψη Βιταμίνης D;

Διάφορες επιστημονικές μελέτες έχουν συνδέσει την έλλειψη ή την ανεπάρκεια της βιταμίνης D με τις πιο κάτω παθήσεις:

Στα παιδιά μπορεί να προκαλέσει Ραχίτιδα, μια πάθηση των οστών που οδηγεί σε κακή ανάπτυξη με αδύνατα οστά, καθυστερημένη ανάπτυξη και ανοσοανεπάρκεια.

Στους ενήλικες μπορεί να έχει επίσης επιπτώσεις στην καλή υγεία των οστών προκαλώντας Οστεομαλακία και Οστεοπόρωση. Περίπου 6% των ανδρών και περισσότερο από 20% των γυναικών άνω των 50 ετών πάσχουν από οστεοπόρωση, ενώ 1 στους 5 άνδρες και 1 στις 3 γυναίκες θα υποστούν ένα οστεοπορωτικό κάταγμα μετά την ηλικία των 50. Επίσης, το 75% των γυναικών που έχουν οστεοπόρωση δεν το γνωρίζουν.

Η ανεπάρκεια βιταμίνης D, μπορεί να οδηγήσει νεογέννητα και μικρά παιδιά για το υπόλοιπο της ζωής τους με κίνδυνο ανάπτυξης Ρευματοειδούς αρθρίτιδας, Διαβήτη, Πάρκινσον, Αλτσχάϊμερ, Πολλαπλής Σκλήρυνσης, φλεγμονές του εντέρου, όλα εξαιτίας της κακής λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος.

Άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D μπορεί να αναπτύξουν καρκίνο του ορθού και εντέρου, του ενδομητρίου, του μαστού, του δέρματος, του παγκρέατος, του προστάτη ή λέμφωμα.

Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν συνδεθεί με παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις όπως υπέρταση, έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλική συμφόρηση, καρδιακή ανεπάρκεια καθώς και με διαβήτη.

Ποιοι οι κίνδυνοι από υπερβιταμίνωση Βιταμίνης D;

Πολλές φορές (αν και σπανιότερα) παρουσιάζονται περιστατικά τοξικότητας από υπερβολική λήψη βιταμίνης D. Μερικά συμπτώματα της τοξικότητας αυτής είναι τα αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα που προκαλείται από την αυξημένη εντερική απορρόφηση του ασβεστίου, με απώλεια οστού και σχηματισμό πετρών στα νεφρά. Η τοξικότητα της βιταμίνης D είναι γνωστό ότι αποτελεί αιτία της υψηλής πίεσης του αίματος.

Τα γαστρεντερικά συμπτώματα της τοξικότητας της βιταμίνης D μπορεί να περιλαμβάνουν ανορεξία, ναυτία και έμετο. Αυτά τα συμπτώματα συχνά ακολουθούνται από πολυουρία, πολυδιψία, αδυναμία, νευρικότητα, κνησμός (φαγούρα), και τελικά νεφρική ανεπάρκεια.

Άλλες μελέτες έδειξαν αυξημένο κίνδυνο ισχαιμικής καρδιοπάθειας εξαιτίας της ασβεστοποίησης των αγγείων.

Επομένως, η χορήγηση βιταμίνης D χωρίς προηγούμενη μέτρηση των επιπέδων της, μπορεί να οδηγήσει σε τοξικότητα με ανεπιθύμητα αποτελέσματα.

Συνεπώς, η διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων βιταμίνης D στον οργανισμό, μέσω της εξέτασης της ολικής βιταμίνης D, είναι σημαντική για την προστασία και τη διατήρηση της καλής υγείας και της βελτίωσης της ποιότητας της ζωής, βοηθώντας ταυτόχρονα και στην πρόληψη διαφόρων παθολογικών καταστάσεων.

Σπυροπούλου Ιωάννα | Διαιτολόγος-Διατροφολόγος Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών | CME Endocrine Emergencies. Harvard Medical School

Επιστροφή

Επιστροφή στην Αρχή